Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν υπήρξε απλώς ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες και δημιουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Υπήρξε ο άνθρωπος που ένωσε το ρεμπέτικο με την αστική κουλτούρα και το μετέτρεψε σε ένα είδος που μπόρεσε να εκφράσει τόσο τη χαρά όσο και τον πόνο μιας ολόκληρης κοινωνίας που άλλαζε.
Γεννημένος στα Τρίκαλα το 1915, σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε ακόμα να διαχειριστεί τις συνέπειες πολέμων και μετακινήσεων πληθυσμών, ο Τσιτσάνης άρχισε από μικρός να παίζει μουσική. Το μπουζούκι έγινε η φυσική προέκταση του εαυτού του. Δεν το αντιμετώπισε ως λαϊκό όργανο περιορισμένο σε ταβέρνες και τεκέδες. Το είδε ως εργαλείο έκφρασης, ως ένα όργανο που μπορούσε με την ίδια ευκολία να μιλήσει για τον έρωτα, τη φτώχεια, την απώλεια και την ματαιότητα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Τσιτσάνης έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί συνέθεσε μερικά από τα πλέον εμβληματικά του τραγούδια. Το περιβάλλον της εποχής, γεμάτο φόβο, στερήσεις και αβεβαιότητα, τον οδήγησε σε μια μουσική που είχε μεν μελαγχολία αλλά και μια σχεδόν πεισματική ελπίδα. Δεν ήταν τυχαίο ότι τα τραγούδια του αγκαλιάστηκαν από κάθε κοινωνική τάξη. Μιλούσαν σε όλους.
Το ρεμπέτικο μέχρι τότε θεωρούνταν μουσική των περιθωριακών. Ο Τσιτσάνης όμως άλλαξε τη δομή του τραγουδιού. Εμπλούτισε τις μελωδίες με πιο σύνθετες αρμονίες. Πρόσθεσε στίχους που είχαν ποίηση αλλά χωρίς να χάνουν τη λαϊκή άμεση αλήθεια. Με αυτόν τον τρόπο μετέτρεψε το είδος σε αστικό λαϊκό τραγούδι. Τα τραγούδια του έγιναν καθρέφτης της ελληνικής ψυχής του 20ού αιώνα.
Οι μεγάλες συνεργασίες του με Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, Πρόδρομο Τσαουσάκη, αλλά και μεταγενέστερα με άλλους σημαντικούς ερμηνευτές, έδωσαν μόνιμη θέση στη μουσική του στο σώμα της ελληνικής κουλτούρας. Η φωνή και το συναίσθημα των ερμηνευτών συναντούσε πάντα την καθαρή και βαθιά ανθρώπινη μελωδική γραμμή του Τσιτσάνη.
Ο Τσιτσάνης δεν τραγουδούσε την Ελλάδα όπως θα ήθελε να είναι. Την τραγουδούσε όπως ήταν. Με τις πληγές της, την ομορφιά της, τις αντιφάσεις της, τη δύναμη της επιβίωσης. Χωρίς υπερβολές. Χωρίς ωραιοποιήσεις. Με ειλικρίνεια.
Όταν έφυγε από τη ζωή το 1984, το λαϊκό τραγούδι δεν έχασε απλώς έναν μεγάλο δημιουργό. Έχασε τον συγγραφέα της ψυχικής της αυτοβιογραφίας. Παρ όλα αυτά, τα έργα του εξακολουθούν να ακούγονται, να ερμηνεύονται και να επηρεάζουν νέους μουσικούς μέχρι σήμερα.
Η μουσική του Τσιτσάνη παραμένει ζωντανή γιατί δεν βασίστηκε στη μόδα αλλά στην αλήθεια. Και η αλήθεια δεν παλιώνει.
